- κορωνιστής
- κορωνιστής, ὁ (Α)1. αυτός που περιφερόταν στους δρόμους με το πτηνό κορώνη, τραγουδώντας επαιτικά άσματα2. στον πληθ. οἱ κορωνισταίτίτλος έργου τού Αγνοκλέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω «μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές κρατώντας το πτηνό κορώνη»].
Dictionary of Greek. 2013.